Ο βελούδινος Μίμης Πλέσσας, από το τζαζ συναπάντημα με τον Κουίνσι Τζόoυνς ως το βαρύ ζεϊμπέκικο του Διονυσίου

 Συνηθίζεται όταν φεύγει από τη ζωή ένας σημαντικός συνθέτης ή τραγουδιστής, να πλημμυρίζουν τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης με τραγούδια του. Αλλά σκεφτείτε, υπάρχει μέρα που δεν έχετε ακούσει κάποιο τραγούδι του Μίμη Πλέσσα στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, σε ένα reel;

«Γλυκά πονούσε το μαχαίρι, έσταζε μέλι η μαχαιριά». Κατά κάποιον τρόπο, αυτός ο στίχος  του Λευτέρη Παπαδόπουλου, εκφράζει την διαρκή επίδραση που είχε η μουσική του Μίμη Πλέσσα. Ο τρόπος του να γλυκαίνει την ψυχή, να την μελώνει, με την «τζαζίστικη» μουσική του που έβρισκε ακόμα και τις πιο μικροσκοπικές ρωγμές προκειμένου να συγκινήσει.

Απέραντα λυρικός, στοχευμένα ευθύς στο συναίσθημα, είχε το χάρισμα ο Μίμης Πλέσσας να σε διαπερνά να σε κάνει ακόμα και να ανατριχιάσεις ακούγοντας τα τραγούδια του, σαν ένα ξόρκι, υποδόρια και ευθύβολα μαζί.

Χειμαρρώδης στη μουσική και στον λόγο

Πέθανε μια εβδομάδα πριν τα 100 του γενέθλια, λες και ξαφνικά, αυτός ο χειμαρρώδης, επίμονος, διαρκής συνθέτης, να βιάστηκε για κάτι, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του. Ζωή που είχε κορυφές και χαράδρες που όμως καθόρισαν όχι μόνο την προσωπικότητά του αλλά και το καλλιτεχνικό του ύφος, το κοσμοπολίτικο, ελεύθερο, συναισθηματικό. Το παιδί που γεννήθηκε σε ένα νεοκλασικό σπίτι απέναντι ακριβώς από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, τότε που η ευρύτερη περιοχή των Πατησίων ήταν ένας ένδοξος δρόμος μεγαλοαστών της πόλης.

Πληθωρικός όχι μόνο στην μουσική αλλά και στις συζητήσεις, στις συνεντεύξεις, σε απευθείας σύνδεση με το κοινό, έχει περιγράψει σαν μυθιστόρημα τη ζωή του. Πίσω από κάθε του αφήγηση, αντιλαμβάνεσαι όμως τι ήταν αυτό που τον καθόρισε. Η ανάγκη του για μια κίνηση προς τα μπρος. Είτε ήταν το ποδηλατάκι που ζήτησε από τους γονείς του ως δώρο και έτρεχε με αυτό νιώθοντας ελεύθερος, είτε το ακορντεόν με τα 80 κουμπιά που απαίτησε ως δώρο για την ονομαστική του γιορτή από τους συγγενείς του -ένα μικροσκοπικό αγορίστικο σώμα με ένα τεράστιο ακορντεόν.

Αυτοδίδακτος συνθέτης, διδάκτωρ Χημείας

Είχε μια δίψα και μαζί μία απενοχοποιημένη σχέση με τη μουσική. Ήταν άλλωστε αυτοδίδακτος, δεν σπούδασε μουσική, αλλά χημεία, παίρνοντας διδακτορικό από το αμερικανικό πανεπιστήμιο Κορνέλ. Ήταν άλλα τα όνειρα του  Ζακυνθινού πατέρα με το μεγάλο πιλοποιείο στην Αθήνα και της νοικοκυράς αλλά φιλότεχνης μητέρας από την Χάλκη των Πριγκιπονήσων για τον γιό τους. Το «μην τυχόν και γίνει μουσικάντης» της μητέρας του είναι χαρακτηριστικό.

Δεν πρόλαβε να δει τον γιο της να τραγουδιέται από τους Έλληνες, αφού πέθανε σε ηλικία 39 ετών, μέσα στην κουζίνα της, γεμάτη αλεύρια, καθώς έφτιαχνε κουλούρια, την ώρα που όρμησε μέσα ο Μίμης της για να της πει ότι πήρε άριστα στο Πανεπιστήμιο. Η τελευταία της λέξη ήταν το όνομά του. Έρχεται η Κατοχή και οι Ιταλοί επιτάσσουν το εργοστάσιο του πατέρα και παίρνουν τα μεταλλικά στοιχεία για να φτιάξουν κανόνια. Ακολουθούν οι Γερμανοί και μετατρέπουν το κτίριο σε στάβλο.

Τι ήταν αυτό που τροφοδοτούσε την διαρκή του αισιοδοξία και εφευρετικότητα; Υπερπηδούσε κάθε δυσκολία και προχωρούσε, έχοντας την χημεία ως επίσημο προσανατολισμό, αλλά την μουσική ως διαβατήριο. Το στυλ του ήταν εξαρχής ξεκάθαρο, τζαζίστικο όπως λένε. Έγραψε περί τα 3.300 τραγούδια και δεν είχε την προσποιητή μετριοφροσύνη να κρυφτεί: έλεγε ότι οι τρεις σημαντικότεροι σύγχρονοι Έλληνες συνθέτες ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μίμης Χατζιδάκις και ο ίδιος.

Ο Μίκης είχε την Αριστερά, ο Μάνος το αυτί του Καραμανλή

Ένιωθε περισσότερο κοντά στον Μίκη Θεοδωράκη. Δήλωνε περήφανα, αλλά όχι χωρίς μια υπόννοια ότι ένιωθε αδικημένος, ότι ο ίδιος δεν είχε ποτέ την υποστήριξη του συστήματος και δη του πολιτικού συστήματος. Ο Μίκης είχε την Αριστερά. Ο Χατζιδάκις, έχει πει ο Πλέσσας, μπορούσε να πάρει τηλέφωνο τον Καραμανλή, να γκρινιάξει για την Λυρική και σε λίγες μέρες να γίνει διευθυντής της. Δεν έμεινε απρόσβλητος από την πικρία για το γεγονός ότι το μουσικό σύστημα και το μιντιακό σύστημα, δεν βοήθησε να γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό η πατρότητα των τραγουδιών του. Ήταν τότε το τραγούδι του Πουλόπουλου, της Βάνου, της Μαρινέλλας, του Διονυσίου, του Βοσκόπουλου. Το τραγούδι από τις ταινίες του Γιάννη Δαλιανίδη.


Αυτό δεν τον εμπόδισε να γράφει χειμαρρωδώς. Να πιάνει στα χέρια του στίχους που άλλοι είχαν απορρίψει και να τα κάνει μέγιστες επιτυχίες. Με τον αγαπημένο του φίλο και συνεργάτη Λευτέρη Παπαδόπουλο έγραψε ιστορία -από αυτές που μας συνοδεύουν σε στιγμές θλίψης, έρωτα, αγωνίας, στη ζωή μας.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αγάλματος. Τον τραγουδιών από τον κύκλο του Δρόμου. Τα είχε δει ο Ξαρχάκος, δεν του έβγαινε μουσική, τα έβαλε ο Παπαδόπουλος στο συρτάρι. Τα είδε ο Πλέσσας και σε λίγες μέρες είχε γράψει αυτό τον συγκλονιστικό κύκλο τραγουδιών. Άλλη φορά, παίρνει τηλέφωνο τον Πλέσσα ο Παπαδόπουλος και του λέει να γράψει μουσική για την περίφημη σκηνή όπου ο Κούρκουλος, μετά από έξωση, κάνει ένα βουνό με τα έπιπλα του, ανάβει τσιγάρο, πετάει το αναμμένο σπίρτο και αυτά τυλίγονται στις φλόγες όσο αυτός χορεύει το «Βρέχει φωτιά στην στράτα μου».


Ο τζαζίστας που έγραψε το «Βρέχει φωτιά στην στράτα μου»

Του ζητάει ένα ζεϊμπέκικο. Του Πλέσσα, που ο λυρισμός, η τζαζ πηγή, αναβλύζει στα τραγούδια του. Αυτό είχε ζητήσει εξάλλου ο Νίκος Φώσκολος, σκηνοθέτης του «Ορατότης μηδέν». Ένα ζεϊμπέκικο. Ο Παπαδόπουλος παίρνει ένα βράδυ τον Πλέσσα, τον πηγαίνει στο μαγαζί που τραγουδούσε ο Στράτος Διονυσίου και σε ένα άλλο που τραγουδούσε ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Αυτό ήταν. Ο Πλέσσας μπαίνει μέσα σε αυτό το άγνωστο για τον ίδιο πέλαγος και γεννιέται το τραγούδι που έχει μείνει θρυλικό.


Οι ιστορίες του από την Αμερική είναι γνωστές, έχουν αυτή την κρούστα του θρύλου ήδη, την επιβεβαίωση του μέγιστου ταλέντου του που θα μπορούσε να τον έχει οδηγήσει σε μια μεγάλη καριέρα στις ΗΠΑ και σε μια αδιανόητη περιουσία. «Μείνε», του είχε πει ο Πατσιφάς όταν του τηλεφώνησε για να τον ενημερώσει ότι του προτείνουν παχυλά συμβόλαια, «και σε λίγα χρόνια θα είναι όλα τα δόντια σου χρυσά και θα υπογράφεις με χρυσά στυλό».


Αστειολογώντας προφανώς, είπε ότι κάνοντας βόλτες στο Central Park προκειμένου να σκεφθεί απρόσκοπτα και να πάρει τις αποφάσεις του, πήρε μια βαθιά ανάσα και μύρισε τα ούρα των σκίουρων του πάρκου. Και σκέφτηκε, πώς θα συνδεθώ εγώ με αυτή την πόλη, αυτή την χώρα, για να γράψω όπως στην Ελλάδα.

Ο αυτοδίδακτος μουσικός και διδάκτωρ Χημείας, βρέθηκε να διευθύνει ορχήστρες, να έχει μάλιστα τον Κουίνσι Τζόουνς ως τέταρτη τρομπέτα σε μια συναυλία το 1954. Τον φώναζε Κουινσάκι, και αυτός παρατηρούσε ότι ο Πλέσσας είναι πολύ ασπρουλιάρης για μαύρο μουσικό. Αυτή ήταν η μουσική του φλέβα.


Ο ασπρουλιάρης της μαύρης μουσικής

Ιστορία που δεν χόρταινε να λέει είναι για εκείνο το δείπνο στο σπίτι του Χάρι Τζέιμς.  Ο πιανίστας του αρρώστησε, εκλήθη εσπευσμένα να παίξει ο Μίμης Πλέσσας στη θέση του. Για να τον ευχαριστήσει ο Τζέιμς τον κάλεσε σπίτι του όπου γνώρισε την γυναίκα του, Μπέτι Γκρέιμπλ που είχε ασφαλίσει τα πόδια της για ένα εκατομμύριο δολάρια. Εμφανίστηκε αυτή με ρόμπα, μάσκα στο πρόσωπο και δεν τους χάλασε το χατίρι. Άνοιξε την ρόμπα λίγο για να φανούν τα χρυσά πόδια.


Συνηθίζεται όταν φεύγει από τη ζωή ένας σημαντικός συνθέτης ή τραγουδιστής, να πλημμυρίζουν τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης με τραγούδια του. Ναι, αυτό συμβαίνει από σήμερα το πρωί με τα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα. Αλλά σκεφτείτε, υπάρχει μέρα που δεν έχετε ακούσει κάποιο τραγούδι του στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, σε ένα reel





Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη

GrXpress Tv